Μια πανάκριβη τσάντα «Βιτόν» είναι το αντικείμενο του πόθου εκατομμυρίων γυναικών σε όλο τον κόσμο, σύμβολο κύρους και κοινωνικής καταξίωσης.
Γενάρχης της εταιρείας υπήρξε ο Λουί Βιτόν (Louis Vuitton), που γεννήθηκε στις 4 Αυγούστου 1821 στο Λαβάν της Ανατολικής Γαλλίας. Σε ηλικία 14 ετών αναζήτησε την τύχη του στο Παρίσι και μη έχοντας φράγκο στην τσέπη διάνυσε τα 400 χιλιόμετρα της διαδρομής πεζοπορώντας.
Το 1837 προσελήφθη ως μαθητευόμενος στην εταιρεία Μαρεσάλ, που κατασκεύαζε είδη ταξιδίου. Έμαθε τα κόλπα της δουλειάς και το 1854 έστησε τη δική του εταιρεία κατασκευής μπαούλων και βαλιτσών. Τα προϊόντα του γρήγορα ξεχώρισαν για την ποιότητα, το φινίρισμα και τον επώνυμο χαρακτήρα τους, αφού υπήρχε τυπωμένο πάνω τους το λογότυπο της εταιρείας. Ήταν ελαφρά και αδιάβροχα. Το 1885 άνοιξε το πρώτο του υποκατάστημα στο Λονδίνο και η εταιρεία του άρχισε να αποκτά σταδιακά παγκόσμια φήμη.
Στις 27 Φεβρουαρίου 1892 ο Λουί Βιτόν αφήνει την τελευ- ταία του πνοή και στο τιμόνι της εταιρείας τον διαδέχεται ο γιος του Ζορζ, ο οποίος την απογείωσε και την έκανε γνωστή παγκοσμίως. Έως το 1914 είχε ανοίξει υποκατα- στήματα στα μεγάλα οικονομικά κέντρα της εποχής: Νέα Υόρκη, Αλεξάνδρεια, Ουάσιγκτον, Βομβάη και Μπουένος Άιρες. Την εποχή αυτή λάνσαρε τις τσάντες Steamer Bag, που μπορούσαν να χωρέσουν σε μία μεγάλη βαλίτσα ρουχισμού. Το 1932 λάνσαρε τις τσάντες μεταφοράς σαμπάνιας, που ακόμη και σήμερα είναι δημοφιλείς ως τσάντες χειρός.
Το 1936 ο Ζορζ Βιτόν πέρασε με τη σειρά του στην αιωνιότητα και τη διεύθυνση ανέλαβε ο γιος του και εγγονός του ιδρυτή της εταιρείας Λουί-Γκαστόν Βιτόν. Η «Λουί Βιτόν» πέρασε μια εποχή που γρήγορα θέλησε να ξεχάσει, όταν κατηγορήθηκε για συνεργασία με τους Ναζί και ιδιαίτερα με το κατοχικό καθεστώς του Βισύ. Μεταπολεμικά, η εταιρεία άρχισε να κατασκευάζει όλη την γκάμα των δερμάτινων αξεσουάρ, από πορτοφόλια ως τσάντες και τσαντάκια.
Το 1987 η εταιρεία έχασε τον οικογενειακό της χαρακτήρα. Συνενώθηκε με την εταιρεία ποτών «Μοέτ ε Σαντόν εντ Χένεσι» (Moet et Chandon and Hennessy) και σήμερα είναι γνωστή στην αγορά με την επωνυμία LVMH. H εταιρεία ελέγχεται από το όμιλο «Κριστιάν Ντιόρ» και τον γάλλο επιχειρηματία Μπερνάρ Αρνό, έβδομο πλουσιότερο άνθρωπο στον κόσμο (Λίστα Φορμπς, 2007). Το 1997 η «Λουί Βιτόν» εισήλθε στον χώρο του επώνυμου έτοιμου ενδύματος και παρουσίασε την πρώτη της κολεξιόν.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της «Βιτόν» είναι ο μεγάλος αριθμός πλαστών προϊόντων που κυκλοφορούν με το σήμα της εταιρείας. Κάποιοι έχουν υπολογίσει, με αρκετή δόση αυθαιρεσίας, ότι μόνο το 1% των διακινούμενων προϊόντων της είναι γνήσια. Το 2004, το 18% των προϊόντων - μαϊμού που κατασχέθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν «Λουί Βιτόν». Για να περιορίσει το κακό, η εταιρεία διαθέτει τα προϊόντα της μόνο μέσω των δικών της καταστημάτων, με μικρές εξαιρέσεις για κάποιους εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους, ενώ ένα ειδικό τμήμα με 60 υπαλλήλους συντονίζει στρατιές ντετέκτιβ και δικηγόρων σε όλο τον κόσμο για την προστασία της φήμης της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου