Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2012

Η χειρότερη καθωσπρέπει χώρα

Μέρες που είναι, ο κόσμος διψά για ιστορίες γεμάτες ελπίδα και θαύματα: τροφαντοί γέροντες με γενειάδες μπαίνουν στα σπίτια μας από την καμινάδα και μοιράζουν δώρα, Θεία Βρέφη γεννιούνται σε φάτνες και σώζουν τον κόσμο από τις αμαρτίες του, και η φύση νικά όπως πάντα τον θάνατο για να κυλίσει πάλι ο αέναος κύκλος των εποχών. Θα σας πω κι εγώ μια ιστορία που δυστυχώς δεν είναι τόσο ευχάριστη – αλλά είναι πέρα για πέρα αληθινή και βρίθει ηθικών διδαγμάτων.

Η ιστορία μας εκτυλίσσεται με φόντο τη μαγευτική Ελβετία, εκεί όπου λέγεται πως οι ζάμπλουτοι συμπατριώτες μας κρύβουν τα....
λάφυρα δεκαετιών και όπου τόνοι επί τόνων χρυσού μαζεύουν σκόνη σε θωρακισμένα υπόγεια, περιμένοντας τη στιγμή που οι δικαιούχοι τους θα τους ανασύρουν για να αγοράσουν ό,τι ελάχιστο έχει απομείνει σε αυτόν τον κόσμο που δεν τους ανήκει ήδη. Οι κακοί όμως αυτού του Ελβετικού παραμυθιού δεν είναι οι φημισμένοι νάνοι της Ζυρίχης, αλλά οι καλικατζαραίοι της Βασιλείας: η Επιτροπή της Βασιλείας για την Εποπτεία των Τραπεζών.

Ξεκίνησα να γράφω αυτή την ιστοριούλα παραμονές Χριστουγέννων, όταν έφτασε στα χέρια μου το πιο πρόσφατο δημοσίευμα του Patrick Slovik (γνωστού και ως @bank_jasmin), ενός εξαιρετικού οικονομολόγου του ΟΟΣΑ. Το θέμα του είναι οι κανόνες που διέπουν την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών (το βασικό προϊόν της Βασιλείας), και η ζημιά που έχουν κάνει τα τελευταία 25+ χρόνια στον τραπεζικό κλάδο, και κατ’ επέκταση στον υπόλοιπο κόσμο. Σας το προτείνω ανεπιφύλακτα.

Αν δεν έχετε ακουστά την Επιτροπή της Βασιλείας, ή αν δεν έχετε ξανασυναντήσει την έννοια της κεφαλαιακής επάρκειας, τότε μπορεί να σας ενδιαφέρει μια σύντομη εισαγωγή. Αντιθέτως, προσπεράστε τις επόμενες τέσσερις παραγράφους.

Στα πλαίσια της καθημερινής τους δραστηριότητας οι τράπεζες αναλαμβάνουν κίνδυνο. Αν δανείσουν χρήματα σε μια επιχείρηση ή έναν οικογενειάρχη, ή ένα κράτος, υπάρχει μια πιθανότητα να χάσουν κάποια από τα λεφτά τους. Για να είναι βέβαιες ότι ακόμη κι αν τα πράγματα ζορίσουν θα έχουν αρκετά χρήματα στην άκρη για να πληρώσουν τους πιστωτές τους και να δώσουν σε όσους καταθέτες τύχει να περάσουν από το ATM για να σηκώσουν λίγα από τα χρήματά τους, οι τράπεζες βάζουν στην άκρη κάποια χρήματα τα οποία οι ρυθμιστικές αρχές ονομάζουν για συντομία "κεφάλαιο".

Σε έναν ιδανικό κόσμο οι τράπεζες θα διακρατούσαν επαρκή κεφάλαια αυθόρμητα, όχι για την ψυχή της μάνας τους αλλά για να προστατεύσουν τη διοίκηση και τους μετόχους τους και να μην θέσουν σε κίνδυνο τη μελλοντική λειτουργία τους. Ο κόσμος βέβαια δεν είναι σε καμία περίπτωση ιδανικός και έτσι οι τράπεζες συχνά δεν έχουν επίγνωση του πόσο συνεισφέρουν με τις επιλογές τους στη συσσώρευση συστημικού κινδύνου, ούτε πόσο κινδυνεύουν από τις επιλογές των υπόλοιπων τραπεζών. Για το καλό τους λοιπόν, ή μάλλον για το καλό του όλου συστήματος, οι ρυθμιστικές αρχές τις αναγκάζουν να διακρατούν περισσότερα κεφάλαια απ’ ό,τι θα διακρατούσαν από μόνες τους. Αν μια τράπεζα δεν έχει τα απαιτούμενα κεφάλαια, θεωρείται ότι δεν έχει κεφαλαιακή επάρκεια και τίθεται υπό εποπτεία – πρώτα την ανεπίσημη εποπτεία των αγορών και, όταν τα πράγματα φτάσουν στο απροχώρητο, την πολύ επίσημη εποπτία των ρυθμιστικών αρχών και των κυβερνήσεών τους.

Επειδή ο τραπεζικός κλάδος δεν γνωρίζει σύνορα, οι κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας έχουν παγκόσμια ισχύ και οι τράπεζες απανταχού της γης υπακούν στο ίδιο ρυθμιστικό πλαίσιο σε ό,τι αφορά την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Η πηγή αυτών των διεθνών κανόνων είναι η Επιτροπή της Βασιλείας, που τη συγκροτούν οι κεντρικές τράπεζες και άλλες δημόσιες εποπτικές αρχές των διαφόρων κρατών και η νέα εκδοχή του διεθνούς ρυθμιστικού πλαισίου, γνωστή ως Βασιλεία ΙΙΙ , έχει πάρει εδώ και ενάμιση χρόνο την τελική της μορφή. Μπορείτε να διαβάσετε τους κανόνες σε κάθε τους λεπτομέρεια και να παρακολουθήσετε την πρόοδο της εφαρμογής τους (που θα πάρει μερικά χρόνια) στην ιστοσελίδα της Επιτροπής, εδώ.

Για να μιλάμε για Βασιλεία ΙΙΙ, προφανώς υπήρξε κάποτε και το πρώτο και δημοφιλέστερο μέρος της τριλογίας, που τότε ονομαζόταν απλά "το Σύμφωνο της Βασιλείας". Τότε οι πρωταγωνιστές ήταν ακόμη νέοι και ελκυστικοί και τα ειδικά εφέ ήταν πρωτοποριακά για την εποχή τους. Η εποχή ήταν το 1992, όταν ετέθη σε εφαρμογή το πρώτο Σύμφωνο, και τα καινοτόμα εφέ ήταν η ιδέα της κεφαλαιακής επάρκειας προσαρμοσμένης στον κίνδυνο που αναλαμβάνουν οι τράπεζες. Όσο πιο πολύ κίνδυνο ενείχε το κάθε στοιχείο του ενεργητικού των τραπεζών (από απλά δάνεια και ομόλογα μέχρι μετοχές και εξωτικά παράγωγα προϊόντα), τόσο πιο πολλά κεφάλαια έπρεπε να υποχρεούνται να βάζουν στην άκρη για να μπορούν να είναι ασφαλείς. Και επειδή τα κεφάλαια αυτά έπρεπε οι τράπεζες να τα βρουν από επενδυτές, οι οποίοι δεν χαρίζουν τα χρήματά τους τσάμπα, μοιραία όσο πιο ριψοκίνδυνα συμπεριφερόταν μια τράπεζα, τόσο πιο ακριβή γινόταν η χρηματοδότησή της και τόσο λιγότερα λεφτά περίσσευαν στους απανταχού τραπεζίτες για να γεμίζουν τα εσώρουχα των στριπτηζέζ του Λονδίνου, της Νέας Υόρκης, του Χονγκ Κόνγκ και της Σιγκαπούρης. Αυτή ήταν η όλη ιδέα και – κατ’ αρχήν τουλάχιστον – είναι δύσκολο να την κατακρίνει κανείς.

Έχει όμως και ένα σημαντικό πρόβλημα. Το πόσο επικίνδυνο είναι κάθε στοιχείο του ενεργητικού τους μετά βίας το γνωρίζουν ακόμη και οι ίδιες οι τράπεζες. Έχουν προφανώς τις μεθόδους τους για να υπολογίζουν κατά προσέγγιση τον κίνδυνο αλλά αυτές (στο βαθμό έστω που ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα) δεν μπορούν να τις δημοσιοποιούν στο ευρύ κοινό ούτε βέβαια να τις ευθυγραμμίσουν μεταξύ τους, γιατί αποτελούν ένα είδος βιομηχανικού μυστικού, μια πηγή ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος.

Η Επιτροπή της Βασιλείας λοιπόν αποφάσισε αντ’ αυτού να ετοιμάσει μια σειρά από τυποποιημένους ‘συντελεστές κινδύνου’ ανάλογα με το πόσο επικίνδυνη θεωρούσε κάθε κατηγορία στοιχείων του ενεργητικού των τραπεζών. Έτσι η Επιτροπή αποφάσισε ότι ένα ομόλογο αξιόχρεης χώρας (όπως ήταν κάποτε και η Ελλάδα) δεν χρειαζόταν καθόλου κάλυψη από επιπλέον κεφάλαια – η Επιτροπή θεωρούσε ότι ένας τέτοιος τίτλος αποτελούσε το απόλυτο ασφαλές χαρτί. Αντίθετα, ένα δάνειο στον καινούργιο ανθοπώλη της γειτονιάς μου χρειαζόταν μπόλικη κάλυψη, γιατί η ημιζωή μιας νέας επιχείρησης (στην Ευρώπη τουλάχιστον) είναι περίπου 4 χρόνια.

Κοινώς, οι κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας έδιναν στις τράπεζες (και έτσι κάνουν μέχρι και σήμερα) ένα τεράστιο κίνητρο να μην δανείζουν στον καινούργιο μου ανθοπώλη και αντ’ αυτού να αγοράζουν ομόλογα ‘αξιόχρεων’ κρατών. Εδώ μπαίνουν στην ιστορία μας μερικοί ακόμη κακοί: οι οίκοι αξιολόγησης, οι οποίοι εν πολλοίς γνωμοδοτούν για το ποιά κράτη είναι κατ’ εξοχήν αξιόχρεα και ποιά όχι. Ποιός, μας ρωτούν με νόημα δημοσιογράφοι και πολιτικοί, τους έδωσε το δικαίωμα να ανεβάζουν και να ρίχνουν δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις; Η Βασιλεία τους το έδωσε, και τους το ξανάδωσε στην τρίτη και πιο πρόσφατη εκδοχή του Συμφώνου σε περίπτωση που σας διέφυγε. Τους το έδωσε γιατί χρησιμοποιεί τις αξιολογήσεις τους ως το τεκμήριο πιστωτικού κινδύνου με βάση το οποίο αποφασίζουν οι τράπεζες πόσα κεφάλαια πρέπει να βάζουν στην άκρη όταν δανείζουν σε κυβερνήσεις.  Όταν ξανακούσετε τους πολιτικούς να μοιρολογούν στα κανάλια για την υπερβολική επιρροή των οίκων αξιολόγησης, να ξέρετε ότι είναι δειλοί και ψεύτες. Γιατί χωρίς την τυποποιημένη αξιολόγηση των οίκων, θα έπρεπε να αφήσουν τις αγορές να αποφασίσουν οι ίδιες πόσο αξιόχρεα είναι τα κράτη τους, και το κόστος δανεισμού τους από τις τράπεζες θα ανέβαινε κατακόρυφα. Αυτό το ενδεχόμενο τους αρέσει ακόμη λιγότερο.

Τέλος πάντων, οι τράπεζες έπιασαν γρήγορα το νόημα της Βασιλείας. Αφήστε τα δάνεια και επενδύστε σε ό,τι έχουμε αποφασίσει εμείς και οι οίκοι αξιολόγησης ότι είναι ‘ασφαλή’ χαρτιά, από τιτλοποιημένα στεγαστικά ως ομόλογα. Από το 1992 ως το 2007, το ποσοστό του ενεργητικού των τραπεζών που αποτελείτο από δάνεια έπεσε κατακόρυφα. Δείτε π.χ. αυτόν τον πίνακα από την έκθεση του Slovik: το 1990, το 85% του ενεργητικού της Deutsche Bank (για να πάρω ένα ακραίο παράδειγμα) ήταν δάνεια. Το 2007 αυτό το ποσοστό είχε πέσει στο 11%. Αυτό δεν είναι πια τράπεζα, είναι ένα εφιαλτικό εργαστήρι συστημικού κινδύνου. Και δεν είναι η μόνη τράπεζα που φερόταν έτσι. Όλες το έκαναν. Η Βασιλεία εν πολλοίς τους έδωσε κάθε κίνητρο να αντικαταστήσουν τον συμβατικό κίνδυνο που ψιλο-ήξεραν να χειρίζονται με Μαύρους Κύκνους (στοιχήματα ότι ο κόσμος όπως τον ξέρουμε δεν μπορεί να αλλάξει αιφνιδιαστικά) τους οποίους δεν είχαν ιδέα πώς να χειριστούν (για όσους ψήνονται, περισσότερα εδώ).  Το σκηνικό για την κρίση του 2008-9 είχε στηθεί.

Οι τράπεζες ήξεραν λοιπόν ότι η Βασιλεία τις προέτρεπε να αγοράζουν ομόλογα αξιόχρεων κρατών, αλλά τους έλειπε ένα κομμάτι από το παζλ: τίνος τα ομόλογα να αγοράσουν; Και πάλι οι κανόνες της Βασιλείας σε συνδυασμό με τις βαθμολογίες των οίκων αξιολόγησης τους βοηθούσαν κι εδώ να αποφασίσουν. Απολύτως ασφαλή βάφτιζαν τα ομόλογα της Γερμανίας, απολύτως ασφαλή και της Ελλάδας. Η βαθμολογία μας το 2006, π.χ., συνεπαγόταν πιθανότητα χρεωκοπίας μικρότερη του 0.1%. Το κόστος της κεφαλαιακής επάρκειας και για τα δύο είδη ομολόγων ήταν το ίδιο (μηδέν). Η απόδοσή τους όμως δεν ήταν η ίδια γιατί άλλο Ελλάδα, άλλο Γερμανία και έτσι οι αγορές απαιτούσαν λίγο μεγαλύτερο επιτόκιο από εμάς απ’ ό,τι από τους Γερμανούς. Για τις τράπεζες γενικότερα η προτροπή της Βασιλείας ήταν τώρα ακόμη πιο σαφής: ‘επενδύστε στη λιγότερο αξιόπιστη από τις χώρες που τυπικά θεωρούνται απόλυτα ασφαλείς’ – τη Χειρότερη Καθωσπρέπει Χώρα. Αυτή η χώρα, τουλάχιστον για τις Ευρωπαϊκές τράπεζες, ήταν η Ελλάδα – ως μέλος της Ευρωζώνης απολάμβανε της σιωπηρής εγγύησης των εταίρων της αλλά ήταν εντούτοις γνωστό ότι είναι η πιο επισφαλής απ’ όλες τους.  Η διαφορά στις αποδόσεις δεν ήταν μεγάλη, αλλά οι τράπεζες έπαιζαν με δισεκατομμύρια και το 2006 είχαν φτάσει να έχουν συντελεστή μόχλευσης 31x. Κοινώς για κάθε ένα Ευρώ ίδια κεφάλαια που έβγαζαν από την τσέπη τους τσόνταραν και άλλα 31 Ευρώ δανεικά. Κατά συνέπεια, ακόμη και απειροελάχιστες διαφορές στις αποδόσεις είχαν γι’ αυτές τεράστια σημασία.

Το αποτέλεσμα ήταν ότι, μέρα με τη μέρα, η ζήτηση για τα ομόλογα της Ελλάδας φούντωνε από την κηροζίνη της Βασιλείας. Και όσο θέριευε η ζήτηση για τα ομόλογά μας, ανέβαινε και η τιμή τους και άρα έπεφταν οι αποδόσεις τους σε σχέση με αυτές π.χ. των Γερμανικών. Αυτή η διαφορά είναι το περιβόητο spread, το οποίο το 2004-2006 είχε φτάσει σχεδόν στο μηδέν (σχετικό γράφημα εδώ). Όποτε πήγαινε να ανοίξει λίγο το spread (γιατί δεν είναι όλοι στις αγορές βλάκες, ούτε τραπεζίτες), οι τράπεζες έβλεπαν άλλη μια ευκαιρία να ρίξουν λεφτά στα ομόλογα της Χειρότερης Καθωσπρέπει Χώρας και αγόραζαν ό,τι έβρισκαν μέχρι που το spread πήγαινε πάλι σχεδόν στο μηδέν.

Θα προσέξετε από το γράφημα που παρέθεσα παραπάνω ότι η σύγκλιση των spreads ξεκίνησε από το 1992 (την ημερομηνία εφαρμογής της Βασιλείας) και εξής. Μόνο η παρ’ ολίγον χρεωκοπία του Μεξικού, που πήρε αμπάριζα και μεγάλο μέρος της Λατινικής Αμερικής, τρόμαξε τις αγορές και ανέκοψε προς στιγμήν την καθοδική πορεία των spreads της Ευρωπαϊκής περιφέρειας το 1994-5, αλλά και αυτή όχι για πολύ. Πολλοί ερμηνεύουν ακόμη αυτή τη σύγκλιση ως το λογικό αποτέλεσμα της εισόδου στην Ευρωζώνη, αλλά αυτή δεν είχε καν αποφασιστεί πριν τον Ιούνιο του 2000. Άλλοι την ερμηνεύουν ως κληρονομία του Μάαστριχτ, αλλά η Συνθήκη του 1992 από μόνη της δεν απεδείκνυε τίποτε παρά μόνο πόσο υπολοιπόμαστε ως χώρα των Ευρωπαϊκών αξιώσεών μας. Για μένα, η επιρροή της Βασιλείας ήταν πολύ πιο σημαντική: εξάλλου αν τα επιτόκια της Ευρωπαϊκής περιφέρειας έπεφταν τόσο πολύ λόγω της εννοούμενης εγγύησης των Γερμανών, λογικά τα αντίστοιχα επιτόκια της Γερμανίας θα ανέβαιναν έτσι και λίγο, τουλάχιστον στην αρχή. Αυτό δεν συνέβη.

Κάπως έτσι καταλήξαμε να έχουμε ως κράτος τόσο πρόθυμους αγοραστές για το χρέος που με ενθουσιασμό δημιουργούσαμε (ή τουλάχιστον ανακυκλώναμε χωρίς να αποπληρώνουμε) από χρόνο σε χρόνο. Για την προσφορά αυτού του χρέους (τη σπατάλη που χρόνια ανεχόμασταν) πολλά λέγονται και καλώς. Έχω τοποθετηθεί σχετικά. Η σύντομη Ελβετική ιστοριούλα μου όμως εξηγεί σε μεγάλο βαθμό το άλλο κομμάτι της δοσοληψίας, αυτό της ζήτησης.

Η ιστορία μας βέβαια δεν τελειώνει εδώ. Οι νέοι κανόνες κεφαλαιακής επάρκειας (Βασιλεία ΙΙΙ), τους οποίους ανέπτυξε η Βασιλεία την επαύριο της κρίσης και τους οποίους έχουν αναλάβει οι απανταχού κυβερνήσεις να εφαρμόσουν (στην Ευρώπη τους ονομάζουμε CRD IV) έχουν την ίδια βασική αρχιτεκτονική με τους παλιούς και δίνουν στις τράπεζες τα ίδια διεστραμμένα κίνητρα. Μόνο που επειδή τα επίπεδα κεφαλαιοποίησης που απαιτεί η Βασιλεία έχουν αυξηθεί κατακόρυφα σε σχέση με τις προηγούμενες απόπειρές της, και επειδή το κόστος κεφαλαίου των τραπεζών προβλέπεται να ανέβει εξίσου κατακόρυφα, τα κίνητρα αυτά είναι πλέον ακόμη πιο ισχυρά. Χάρη στη σοφία των παγκόσμιων εποπτικών αρχών, η επόμενη κρίση θα είναι ακόμη μεγαλύτερη και ακόμη πιο καταστροφική. Η Ελλάδα βέβαια δεν είναι πλέον η Χειρότερη Καθωσπρέπει Χώρα – τη σκυτάλη την έχουμε πλέον παραδώσει σε μεγαλύτερες χώρες που όταν κλονιστούν θα πέσουν με πολύ μεγαλύτερο πάταγο και δεν θα μπορεί κανείς πλέον να τις ξελασπώσει.

Κάθε μέρα, οι καλικατζαραίοι της Βασιλείας πριονίζουν, ελπίζω εν αγνοία τους, το Δέντρο της Ζωής της παγκόσμιας οικονομίας, σπρώχνοντας μπρος-πίσω τον παγκόσμιο τραπεζικό κλάδο σαν ένα τεράστιο εφιαλτικό πριόνι. Μόνο που αυτοί δεν σταματούν τα Χριστούγεννα.

Μάνος Σχίζας γεννήθηκε και σπούδασε στην Αθήνα αλλά μένει μόνιμα στο Λονδίνο όπου εργάζεται ως Senior Policy Adviser στο ACCA, μια παγκόσμια επαγγελματική ένωση ορκωτών λογιστών και ελεγκτών. Από τον Δεκέμβρη του 2009 διατηρεί το ιστολόγιο LOLGreece
http://www.protagon.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου