Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012

Τώρα που έσκασε η φούσκα

Σκέφτομαι τις τελευταίες ημέρες όπως και πολλοί από εσάς: τι νόημα έχει να γράψω για τα διοικητικά του Παναθηναϊκού, για τα ποιοτικά 20λεπτα του Ολυμπιακού, για την ανυπαρξία της ΑΕΚ, για τα σκαμπανεβάσματα του ΠΑΟΚ.

Τι νόημα έχουν όλα αυτά από τη στιγμή που η Ελλάδα βρίσκεται λίγες ώρες πριν την παράδοσή της στους Γερμανούς, τους Γάλλους και σε όλους όσοι....
τσοντάρουν για να μας βιάσουν.

Τι νόημα έχουν οι κουβέντες για τα αθλητικά όταν η δική μου γενιά των 30something παλεύει να φτιάξει τη ζωή της, να κάνει οικογένεια αλλά βλέπει το μέλλον της να το διαγράφουν κάποιοι με τα μελανώτερα χρώματα. Ή για τη γενιά των ανηψιών μου (18 και 15 ετών) που ακόμα δεν έχει τελειώσει το σχολείο και αντικρίζει τις μπουλντόζες που γκρεμίζουν τα όνειρά τους. Για μένα ο αθλητισμός ήταν πάντα το πιο ωραίο χόμπι. Όχι με την έννοια που το λέει ο Ανδρέας Βγενόπουλος και παρεξηγείται εύκολα. Ήταν η διαφυγή μου. Στις δυσκολότερες στιγμές της ζωής μου θυμάμαι να «πιάνομαι» από την αγάπη για τον αθλητισμό. Σήμερα, με σχεδόν μηδενικό κέφι απ’ όσα βιώνουμε, λέω να συνδυάσω τον αθλητισμό με την κατάσταση της Ελλάδας.

Υπάρχουν πράγματα που μοιάζουν τρομερά. Η κατάντια του ελληνικού αθλητισμού με την κατάντια της χώρας. Έζησα πολύ έντονα το κάργα αθλητικό 2004. Ήμουν ένα μήνα στην Πορτογαλία στο Euro, ήμουν 20 μέρες στο ΟΑΚΑ για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Οι Έλληνες νομίσαμε ότι πιάσαμε -αθλητική και πολιτιστική!- κορυφή. Μου θύμισε τις μέρες του 1999 όταν άκουγα θείους, θείες, γυναίκες, άνδρες να μιλούν για τα πολλά λεφτά που ως τζιμάνια έβγαζαν από το Χρηματιστήριο. Φούσκα…
Θέλετε να πάμε πιο πίσω; Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και στις αρχές του ’90 όταν ήμουν ακόμα στα σχολικά χρόνια, το ποδόσφαιρό μας είχε γεμάτα γήπεδα, πολλούς Έλληνες παίκτες και σημαντικό ανταγωνισμό. Χωρίς πολλές παραστάσεις από τα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, πιστεύαμε ότι βλέπαμε μπαλάρα. Στη δεκαετία του ’80 ο Έλληνας μπέρδεψε τη δημοκρατία με την ασυδοσία και έγινε νεόπλουτος γιατί έτσι τον έμαθαν να σκέφτεται. Πίστευε ότι ήταν δημιουργικός, παραγωγικός, πολύτιμος στο εργατικό δυναμικό. Αλλαγή είχε ονομαστεί…
Πλησιάζοντας τα τέλη της δεκαετίας του ’90 ο οπαδός γνώρισε τον καινούργιο, υπέροχο κόσμο της τηλεόρασης και άρχισε να βάζει μέτρα και σταθμά στο δικό μας αθλητισμό. Βλέποντας π.χ. συνέχεια πια αγγλικό ποδόσφαιρο, κατανοήσαμε ότι ο όμορφος κόσμος αγγελικά πλασμένος της δεκαετίας του ’80 στην ποδοσφαιρική Ελλάδα, ήταν μια οφθαλμαπάτη. Το ίδιο διάστημα ο Έλληνας πολίτης μαγεύονταν από τις δεκάδες τηλεοπτικές παραγωγές, δημιουργώντας μια παράλληλη πραγματικότητα, τέτοια που «οι Δέκα Μικροί Μήτσοι» έριχναν κυβερνήσεις και η «Λάμψη» έκανε τις άνω των 70 γιαγιάδες να βαλαντώνουν στο κλάμα για τη «Σελήνη».

Περίπου δέκα χρόνια τώρα το ελληνικό ποδόσφαιρο έγινε ένα ωραίο χόμπι για ελάχιστους να βγάζουν χιλιάδες ευρώ και κάποιους άλλους να τζογάρουν κάνα χιλιάρικο ανά εβδομάδα μέσω του διαδικτυακού στοιχήματος. Οι οπαδοί άρχισαν να ποντάρουν κόντρα στις ομάδες τους, οι παράγοντες το ίδιο, οι παίκτες να παίζουν αριθμό πλαγίων ή κόρνερ. Στο ίδιο διάστημα ο Έλληνας ήξερε τέλεια ένα πράγμα: να ζει ένα ατελείωτο χόμπι. Τα μπουζούκια ξεφύτρωναν το ένα πίσω από το άλλο και γέμιζαν ασφυκτικά, με ένα καλό πρώτο τραπέζι πίστα να αποτελεί προσωπικό στοίχημα της παρέας. Στα μπαρ και στις καφετέριες πήραν χαμπάρι ότι έχουν τη διπλάσια πελατεία απ’ όσους χωρούσαν τα μαγαζιά τους και ανέβασαν τις τιμές στα ύψη: ένας καφές έφτασε να πωλείται 5, 6,7 ευρώ, ένα ποτό έφτανε τα 12. Κινητά αλλάζαμε κάθε χρόνο, αποκτώντας όλο και καλύτερο.

Υπάρχουν και οι κοινές σταθερές. Για έναν φίλο του Ολυμπιακού ο Παναθηναϊκός ήταν ανέκαθεν η πιο «βρώμικη» ομάδα με πολύ παρασκήνιο: στο Γουέμπλεϊ πήγε με τη Χούντα, στην Α’ Εθνική κρατήθηκε παρά την ιστορία με τα λουλούδια, η πρώτη παράγκα στήθηκε από τον Γιώργο Βαρδινογιάννη. Για έναν φίλο του Παναθηναϊκού ο Ολυμπιακός ήταν ανέκαθεν η πιο «βρώμικη» ομάδα με πολύ παρασκήνιο: η Χούντα πήγε να του δώσει τον Κούδα, ο Νταϊφάς έστησε την πρώτη παράγκα, ο Κοσκωτάς ξόδεψε λεφτά του ελληνικού λαού, ο Κόκκαλης κατέστρεψε τα πάντα. Για έναν φίλο της ΑΕΚ οι δύο «αιώνιοι» είναι οι… σιχαμεώνιοι που πάντα μοίραζαν μια σημαδεμένη τράπουλα. Για έναν φίλο του ΠΑΟΚ, το κατεστημένο της Αθήνας κάνει ό,τι γουστάρει.
Έτσι και στη χώρα. Για το ΠΑΣΟΚ έφταιγαν οι δεξιές αντιλήψεις του γέρου Καραμανλή που έφτιαξαν κράτος – τέρας, η αναχρονιστική αντίληψη του Μητσοτάκη, τα γαλάζια παιδιά, το playstation του Κωστάκη (ένας είναι). Για τη Ν.Δ. έφταιγε ο Γέρος Παπανδρέου που σκέφτονταν την πάρτη του, ο Ανδρέας που διέλυσε τα ταμεία, οι αιώνιοι υπουργοί του ΠΑΣΟΚ που έφτιαξαν κράτος – τέρας, το παιδί – κουμπί ΓΑΠ. Για το ΚΚΕ φταίνε και οι δύο γιατί ρήμαξαν τα πάντα στο όνομα του καπιταλισμού και των ξένων συμφερόντων. Για τον Συνασπισμό φταίνε όλοι μα πιο πολύ εκείνοι (αδιευκρίνιστο ποιοι).

Για όλους μας υπάρχουν πάντα βολικά επιχειρήματα. Πάντα θα φταίει κάποιος άλλος πιο πολύ, σου λέει εκείνη η φωνούλα που έχουμε όλοι μέσα μας. Σωστά. Υπάρχουν οι Γερμανοί που δεν μας δίνουν τις αποζημιώσεις για το Δίστομο. Οι Αμερικάνοι που δεν μας παίζουν σωστά. Οι Ρώσοι που μας κοιτούν με μισό μάτι. Οι κομπλεξικοί Γάλλοι, Άγγλοι, Βέλγοι, Φινλανδοί και δεν ξέρω γω τι άλλοι. Όπως και στο ποδόσφαιρο. Η διαιτησία πάντα αδικεί την ομάδα μας, ο αέρας είναι πάντα ευνοϊκός για τους άλλους, ο αγωνιστικός χώρος είναι κακός για εμάς τους ποιοτικούς, η τύχη μας γυρίζει μονίμως την πλάτη.

Από τον περασμένο Ιούνιο που έκλεισε η «Εξέδρα» που φτιάχτηκε στις αρχές του 2008 και έμεινε μια άλλη εφημερίδα στο περίπτερο, η ζωή μου στο επαγγελματικό κομμάτι είναι στα δυσκολότερα μονοπάτια που βάδισε την τελευταία 12ετία και βάλε. Ναι, μου φταίνε πολλά. Μπορώ να αραδιάσω πολλές δικαιολογίες. Αλλά στην πραγματικότητα σκέφτομαι πως εν τέλει αν σταθώ για λίγο στον καθρέφτη του σπιτιού μου, θα έχω να… μου πω πολλά. Δεν γουστάρω τις συμβουλές. Ειδικά αν νιώσω ότι τις δίνω εγώ. Μόνο τούτο γράφω και μην το πάρετε σαν συμβουλή. Απλά σαν μοίρασμα σκέψης. Τι να περιμένω από τόσους καλοπερασάκηδες που μαζεύτηκαν στη Βουλή; Να καταψηφίσουν το Μνημόνιο 2; Ε, όχι δα. Από τη δική μας αρρωστημένη νοοτροπία ξεπήδησαν όλοι δαύτοι. Περιμένω από τον εαυτό μου, όμως. Να διευρύνω τη σκέψη μου. Να μην μένω αγκιστρωμένος σε μια παράλογη ζωή που έζησα τα προηγούμενα χρόνια. Να προσπαθώ περισσότερο. Για μένα, για τους δικούς μου, για όσους γουστάρω. Φτάνει αυτό για να φτιάξει η Ελλάδα; Δεν ξέρω. Θα το προσπαθήσω και θα σας πω.
 http://matigarrida.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου