Καθόμασταν τις προάλλες και πίναμε καφέ. Μου
απαριθμούσε τα καφέ που ανοίγουν στο «βαθύ» κέντρο της Θεσσαλονίκης.
«15. Ανοίγουν άλλα 15 καφέ! Πλέον, αυτά δουλεύουν. Ο κόσμος και το ποτό
του, στο καφέ το πίνει, πλέον. Τέρμα τα μπαρ, καφέ».
Ο άνθρωπος που μου τα έλεγε αυτά έχει εμπειρία δεκαετιών από τον χώρο αυτό που αποκαλούμε «διασκέδαση» ή «νύχτα» και μιλούσε μόνο για το κέντρο-κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Μάλιστα, για να έχει πλήρη εικόνα, πήρε τηλέφωνο σε ιδιοκτήτες καταστημάτων που ενοικιάζονται και μου είπε τιμές ενοικίου για εγκεφαλικό: 5.000, 6.000, όσο για....
«τα υπόλοιπα» (τον αέρα, δηλαδή), «θα τα πούμε από κοντά, κύριε».
Τη Δευτέρα άκουσα τον ιδιοκτήτη ενός καφέ του κέντρου να λέει ότι από τις 2 το μεσημέρι της Τσικνοπέμπτης θ’ αρχίσει το γλέντι. Σάστισα. Ποιος σκέφτεται την Τσικνοπέμπτη; Έλα, όμως, που - απ’ ό,τι διαπίστωσα - όλο το κέντρο ετοιμάζεται για γλέντια απ’ το μεσημέρι. Πριν από λίγο μάλιστα, μου ήρθε μήνυμα από μια ταβέρνα της Θεσσαλονίκης για γλέντι που διοργανώνει από τις 2 το μεσημέρι της Τσικνοπέμπτης, όχι στο χώρο της, αλλά σε αποθήκη, στο Λιμάνι! Στις 4 θα εμφανιστεί κάποιος Τόνις (sic) Σφήνος και, το βράδυ, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης. Σαφέστατα, για να υπάρχουν γλέντια, υπάρχει και κόσμος έτοιμος να γλεντήσει, και όχι δωρεάν.
Η τσίκνα και τα γλέντια από το μεσημέρι στη Θεσσαλονίκη τείνουν να γίνουν σήμα κατατεθέν, με πολλές ευκαιρίες. Η διασκέδαση μεταφέρεται, πλέον, μεσημέρι και απόγευμα. Ακόμα και τα σαββατοκύριακα, ο χαμός γίνεται νωρίς.
Πού βρίσκω το κακό; Ειλικρινά, πουθενά. Οk, κάπου το βρίσκω. Ας πούμε, μεσημέρι της Κυριακής, πριν από τα Χριστούγεννα - στα καλά καθούμενα - το ζαχαροπλαστείο στη γειτονιά μου, σε στενό, έβγαλε την ψησταριά έξω στο πεζοδρόμιο και τσίκνιζε. Αυτό γινόταν σε όλη την πόλη, σε κέντρο, γειτονιές, συνοικίες. «Γλεντάει ο κόσμος», θα μου πεις. Ναι, το ξέρω. Αλλά είναι ωραίο μια ολόκληρη πόλη να μετατρέπεται σε τσικνούπολη με κάθε ευκαιρία; Διότι δεν ξέρω τι γίνεται αλλού, αλλά στη Θεσσαλονίκη οι ευκαιρίες είναι πολλές. Κι αν κάθε τετράγωνο έχει τώρα από μια ψησταριά, ίσως αργότερα να έχει και δέκα. Ποιος μπορεί να το αποκλείσει;
Και πάλι, όμως, δεν θα το έγραφα αυτό το άρθρο, αν δεν τύχαινε να ρωτήσω, έναν φίλο, κάτι απλό: «Βγήκες με καμιά τώρα τελευταία;». «Βγήκα», μου απάντησε, μ’ ένα ύφος ματαιότητας. «Και με ήπιε 6 ποτά», συνέχισε, σε άψογα θεσσαλονικιώτικα. («Με ήπιε», σημαίνει «Τα πλήρωσα εγώ»). «Και, μάλιστα, την είπα να φύγουμε και με είπε: "Καλά, δεν θα πάμε αλλού;". Αν πηγαίναμε αλλού, θα μ’ έπινε άλλα 6 ποτά! Μα, καλά, αυτές δεν καταλαβαίνουν ότι έχουμε κρίση;». Σημειωτέον ότι ο φίλος μου πίνει ελάχιστα, ένα ποτό και με το ζόρι.
Το «αυτές» δεν είναι απαξιωτικό: Εννοεί κάποιον κόσμο που φαίνεται να μην παίρνει χαμπάρι τι συμβαίνει. Είτε επειδή υπάρχουν «χορηγοί», είτε επειδή από κάπου υπάρχουν λεφτά, κάποιοι άνθρωποι ζουν σαν να είμαστε στο ντιριντάχτα της περασμένης δεκαετίας. Όχι μεγαλόσχημοι, καθημερινοί άνθρωποι. Και σε κοιτάζουν και δύσπιστα όταν εσείς δηλώνεις αδυναμία. Το βλέπω κι εγώ, όταν πολλές φορές λέω «Δεν θα κάνω αυτό, γιατί δεν έχω λεφτά», υπάρχουν άνθρωποι που με κοιτάζουν με ύφος «Μα, γιατί δεν πας να βγάλεις απ’ την τράπεζα;», ανίκανοι να κατανοήσουν ότι πιθανώς να μην έχω στην τράπεζα.
Άντε να έχεις, λοιπόν, μια πραγματική εικόνα της χώρας του ντιριντάχτα, με κάθε ευκαιρία…
http://www.protagon.gr/
Ο άνθρωπος που μου τα έλεγε αυτά έχει εμπειρία δεκαετιών από τον χώρο αυτό που αποκαλούμε «διασκέδαση» ή «νύχτα» και μιλούσε μόνο για το κέντρο-κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Μάλιστα, για να έχει πλήρη εικόνα, πήρε τηλέφωνο σε ιδιοκτήτες καταστημάτων που ενοικιάζονται και μου είπε τιμές ενοικίου για εγκεφαλικό: 5.000, 6.000, όσο για....
«τα υπόλοιπα» (τον αέρα, δηλαδή), «θα τα πούμε από κοντά, κύριε».
Τη Δευτέρα άκουσα τον ιδιοκτήτη ενός καφέ του κέντρου να λέει ότι από τις 2 το μεσημέρι της Τσικνοπέμπτης θ’ αρχίσει το γλέντι. Σάστισα. Ποιος σκέφτεται την Τσικνοπέμπτη; Έλα, όμως, που - απ’ ό,τι διαπίστωσα - όλο το κέντρο ετοιμάζεται για γλέντια απ’ το μεσημέρι. Πριν από λίγο μάλιστα, μου ήρθε μήνυμα από μια ταβέρνα της Θεσσαλονίκης για γλέντι που διοργανώνει από τις 2 το μεσημέρι της Τσικνοπέμπτης, όχι στο χώρο της, αλλά σε αποθήκη, στο Λιμάνι! Στις 4 θα εμφανιστεί κάποιος Τόνις (sic) Σφήνος και, το βράδυ, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης. Σαφέστατα, για να υπάρχουν γλέντια, υπάρχει και κόσμος έτοιμος να γλεντήσει, και όχι δωρεάν.
Η τσίκνα και τα γλέντια από το μεσημέρι στη Θεσσαλονίκη τείνουν να γίνουν σήμα κατατεθέν, με πολλές ευκαιρίες. Η διασκέδαση μεταφέρεται, πλέον, μεσημέρι και απόγευμα. Ακόμα και τα σαββατοκύριακα, ο χαμός γίνεται νωρίς.
Πού βρίσκω το κακό; Ειλικρινά, πουθενά. Οk, κάπου το βρίσκω. Ας πούμε, μεσημέρι της Κυριακής, πριν από τα Χριστούγεννα - στα καλά καθούμενα - το ζαχαροπλαστείο στη γειτονιά μου, σε στενό, έβγαλε την ψησταριά έξω στο πεζοδρόμιο και τσίκνιζε. Αυτό γινόταν σε όλη την πόλη, σε κέντρο, γειτονιές, συνοικίες. «Γλεντάει ο κόσμος», θα μου πεις. Ναι, το ξέρω. Αλλά είναι ωραίο μια ολόκληρη πόλη να μετατρέπεται σε τσικνούπολη με κάθε ευκαιρία; Διότι δεν ξέρω τι γίνεται αλλού, αλλά στη Θεσσαλονίκη οι ευκαιρίες είναι πολλές. Κι αν κάθε τετράγωνο έχει τώρα από μια ψησταριά, ίσως αργότερα να έχει και δέκα. Ποιος μπορεί να το αποκλείσει;
Και πάλι, όμως, δεν θα το έγραφα αυτό το άρθρο, αν δεν τύχαινε να ρωτήσω, έναν φίλο, κάτι απλό: «Βγήκες με καμιά τώρα τελευταία;». «Βγήκα», μου απάντησε, μ’ ένα ύφος ματαιότητας. «Και με ήπιε 6 ποτά», συνέχισε, σε άψογα θεσσαλονικιώτικα. («Με ήπιε», σημαίνει «Τα πλήρωσα εγώ»). «Και, μάλιστα, την είπα να φύγουμε και με είπε: "Καλά, δεν θα πάμε αλλού;". Αν πηγαίναμε αλλού, θα μ’ έπινε άλλα 6 ποτά! Μα, καλά, αυτές δεν καταλαβαίνουν ότι έχουμε κρίση;». Σημειωτέον ότι ο φίλος μου πίνει ελάχιστα, ένα ποτό και με το ζόρι.
Το «αυτές» δεν είναι απαξιωτικό: Εννοεί κάποιον κόσμο που φαίνεται να μην παίρνει χαμπάρι τι συμβαίνει. Είτε επειδή υπάρχουν «χορηγοί», είτε επειδή από κάπου υπάρχουν λεφτά, κάποιοι άνθρωποι ζουν σαν να είμαστε στο ντιριντάχτα της περασμένης δεκαετίας. Όχι μεγαλόσχημοι, καθημερινοί άνθρωποι. Και σε κοιτάζουν και δύσπιστα όταν εσείς δηλώνεις αδυναμία. Το βλέπω κι εγώ, όταν πολλές φορές λέω «Δεν θα κάνω αυτό, γιατί δεν έχω λεφτά», υπάρχουν άνθρωποι που με κοιτάζουν με ύφος «Μα, γιατί δεν πας να βγάλεις απ’ την τράπεζα;», ανίκανοι να κατανοήσουν ότι πιθανώς να μην έχω στην τράπεζα.
Άντε να έχεις, λοιπόν, μια πραγματική εικόνα της χώρας του ντιριντάχτα, με κάθε ευκαιρία…
http://www.protagon.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου