Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

Jim Morrison

Τζιμ Μόρρισον (Jim Morrison, πλήρες όνομα James Douglas Morrison, Μελβούρνη της Φλόριντα, 8 Δεκεμβρίου 1943 – Παρίσι, 3 Ιουλίου 1971).


Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνιας και στο σχολείο αναδείχθηκε σε ευφυέστατο μαθητή με παράξενο για την ηλικία του ενδιαφέρον για την λογοτεχνία, την ποίηση, την φιλοσοφία και την ψυχολογία. Το 1958 γράφτηκε στο «Alameda High School» της Αλαμέντα. Έχοντας ήδη αρχίσει να γράφει ποίηση από την εφηβεία του, αποφοίτησε τελικά λόγω των συνεχών μεταθέσεων του πατέρα του από το «George Washington High School» στην Aλεξάνδρεια της πολιτείας Βιρτζίνια τον Ιούνιο του 1961.

Μετά την αποφοίτησή του από την Σχολή Κινηματογράφου του UCLA, ο Μόρρισον διέκοψε κάθε επαφή με την οικογένειά του και εγκαταστάθηκε στην κοντινή παραλία της Venice, ζώντας μποέμικη ζωή γεμάτη από καταχρήσεις, πιστεύοντας εκείνο που αργότερα συμπεριέλαβε σε έναν αφορισμό του: «έκθεσε τον εαυτό του στον μεγαλύτερο φόβο σου. Μετά από αυτό ο φόβος θα είναι ανίσχυρος». Στην διάρκεια αυτών των ημερών ήταν που αποφάσισε την ίδρυση του μουσικού συγκροτήματος «The Doors» («Οι Θύρες»), μαζί με τον οργανίστα Ραίη Μάνζαρεκ, τον κιθαρίστα Ρόμπυ Κράϊγκερ (Robbie Krieger) και τον ντράμμερ Τζων Ντένσμορ (John Densmore).


Αφετηρία για την επιλογή του ονόματος του συγκροτήματος στάθηκε μία από τις πιο ενδιαφέρουσες διατυπώσεις του Ουϊλιαμ Μπλαίηκ («εάν οι θύρες της αντίληψης άνοιγαν, τότε το κάθε τι θα παρουσιαζόταν όπως ακριβώς είναι, δηλαδή άπειρο»), την οποία είχε αναπαράξει ο Άλτνους Χάξλεϋ στο πασίγνωστο δοκίμιό του «Οι Πύλες της Αντίληψης» («The Doors of Perception», 1954).

Μετά από μία σειρά εμφανίσεις του στο κλαμπ «Whiskey-a-Go-Go» της οδού Sunset Strip του Χόλλυγουντ, το συγκρότημα έγινε πολύ δημοφιλές, ιδίως με την βαρύτονη φωνή του τραγουδιστή Μόρρισον και την ερωτική σκηνική του παρουσία και τους επόμενους μήνες η φήμη του διαδόθηκε ταχύτατα και σε άλλες πολιτείες των Η.Π.Α., αλλά ακόμα και σε αυτήν την Ευρώπη. Έπειτα από την κυκλοφοριακή επιτυχία του πρώτου του μεγάλου δίσκου (με τίτλο «The Doors», 1966), το συγκρότημα προχώρησε το 1967 στην ηχογράφηση του «Strange Days», που φυσικά έτυχε από το νεαρό μουσικόφιλο κοινό της ίδιας ενθουσιώδους υποδοχής.

Έζησε μια θυελλώδη σεξουαλική ζωή και συνευρέθηκε με αρκετές ανώνυμες και επώνυμες θαυμάστριές του, ανάμεσα στις οποίες και η τραγουδίστρια Τζάνις Τζόπλιν (Janis Joplin), η τραγουδίστρια των «Jefferson Airplane» Γκραίης Σλικ (Grace Slick), η τραγουδίστρια των «The Velvet Underground» Νίκο (Nico), η αρχισυντάκτρια του περιοδικού «16 Magazine» Γκλόρια Στάβερς (Gloria Stavers), κ.ά., καθώς και η μουσικοκριτικός και συγγραφέας Πατρίτσια Κενήλυ (Patricia Kennealy), με την οποία μάλιστα είχε προβεί το 1970 σε κελτικό παγανιστικό γάμο (handfastin) που όμως ποτέ δεν επικυρώθηκε νομικά.


Την 1η Μαρτίου 1969, κατά την διάρκεια συναυλίας των «Doors» παρουσία 13.000 παραληρούντων οπαδών τους στο «Dinner Key Auditorium» του Κόκονατ Γρόουβ (Coconut Grove) της Φλόριντα, λέγεται ότι ο Μόρρισον έδειξε για ελάχιστα δευτερόλεπτα τα γεννητικά του όργανα, με αποτέλεσμα να εκδοθεί αργότερα από την τοπική αστυνομία ένα ένταλμα σύλληψης εναντίον του, κατ’ απαίτηση συντηρητικών και θρησκόληπτων κατοίκων του Μαϊάμι.

Ο Μόρρισον επέστρεψε από το εξωτερικό, όπου βρισκόταν για διακοπές, παραδόθηκε στο FBI και στάλθηκε στο Μαϊάμι για να δικαστεί. Στις 12 Αυγούστου 1970 καταδικάστηκε σε 6 μήνες καταναγκαστικά έργα για προσβολή της δημοσίας αιδούς και κραιπάλη μέθης, ωστόσο η έφεση του συνηγόρου του είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα (ο ίδιος δε ο Μόρρισον θα πεθάνει πριν την δευτεροβάθμια δίκη του).

Μετά από την δίκη του Μαϊάμι, ο Μόρρισον βυθίστηκε σε απόγνωση καθώς οι φοβισμένοι συνεργάτες του στο συγκρότημα τού έδειχναν εμμέσως πλην σαφώς ότι τον θεωρούσαν εμπόδιο στην παραπέρα μουσική καριέρα τους. Εγκατέλειψε προσωρινά το συγκρότημα και κατέφυγε στην παρηγοριά της «εσωτερικής» και σαμανιστικής ποίησής του, όμως καθώς συναντούσε επίσης μεγάλη απροθυμία από πλευράς των φοβισμένων από τους συντηρητικούς εκδοτών, υποχρεώθηκε να εκδώσει ο ίδιος το 1969 την ποίησή του σε δύο ολιγοσέλιδα βιβλιαράκια που τα αφιέρωνε στην σύντροφό του Πάμελα Σούζαν Κούρσον (Pamela Courson, η οποία πάντοτε τον ενθάρρυνε να καλλιεργήσει το ποιητικό το ταλέντο) και τα τιτλοφορούσε «Οι Κύριοι / Σημειώσεις για την Όραση» («The Lords / Notes on Vision») και «Τα Νέα Πλάσματα» («The New Creatures»).


Απογοητευμένος εντελώς από τον συντηρητισμό των αμερικανών και τον καριερισμό των πρώην συνεργατών του, υπέρβαρος από το ποτό και γενειοφόρος, ο Μόρρισον εγκατέλειψε τον Μάρτιο του 1971 τις Η.Π.Α. και εγκαταστάθηκε στο πολύ πιο ενδιαφέρον Παρίσι (στην rue Beautreillis, αριθμός 17) που ακόμα έφερε την επαναστατική αύρα του Μάη του ’68. Εκεί έκανε την τελευταία του ηχογράφηση με δύο αμερικανούς μουσικούς του δρόμου, την οποία αργότερα θα περιφρονήσει ο Μάνζαρεκ, χαρακτηρίζοντάς την «μπεκροσαβούρα» (πρόκειται για το «Lost Paris Tapes»). Στις 3 Ιουλίου 1971 η Πάμελα βρήκε τον 27χρονο Μόρρισον νεκρό στο λουτρό του.

Ως αίτιο του θανάτου δηλώθηκε η καρδιακή προσβολή παρόλο που δεν πραγματοποιήθηκε νεκροτομή, γεγονός που έγινε έκτοτε αφορμή για πολλούς και διάφορους αστικούς μύθους. Την μυθολογία, που συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, επέτεινε η ίδια η Πάμελα (η οποία πέθανε από υπερβολική δόση ηρωϊνης 3 χρόνια αργότερα, το 1974, και αυτή σε ηλικία 27 ετών), δίνοντας λίγο μετά την επιστροφή της στις Η.Π.Α. στον Ντάνυ Σούγκερμαν (Danny Sugerman) διάφορες αντιφατικές εκδοχές του τρόπου θανάτου του Μόρρισον, από το ότι τον σκότωσε η ίδια έως το ότι ο ποιητής πέθανε από υπερβολική δόση ηρωϊνης. Ακόμα και τον Ιούνιο του 2007 ο Σαμ Μπέρνετ (Sam Bernett, που μάλιστα συνέγραψε και το βιβλίο «The End: Jim Morrison») ισχυρίστηκε ευθέως σε συνέντευξή του ότι ο Μόρρισον πέθανε από ηρωϊνη στο κλαμπ «Rock 'n' Roll Circus» του Παρισιού και μεταφέρθηκε νεκρός στο διαμέρισμά του.


Ο Μόρρισον τάφηκε στο γνωστό νεκροταφείο Περ Λασαίζ (Pere - Lachaise) του ανατολικού Παρισιού.
Το 1981, για να τιμήσει την 10η επέτειο του θανάτου του Μόρρισον, ο Κροάτης γλύπτης Μικούλιν (Mladen Mikulin) τοποθέτησε στον τάφο μία προτομή του νεκρού, η οποία όμως έχει κλαπεί. Στην θέση της, η οικογένεια του Μόρρισον τοποθέτησε μία κεφαλαιογράμματη ελληνική επιγραφή, όπου ο επισκέπτης διαβάζει την φράση «ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΔΑΙΜΟΝΑ ΕΑΥΤΟΥ».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου