«Ο νεκρός δεδικαίωται». Είναι μια φράση που, παιδί,
άκουγα πολύ συχνά στο σπίτι. Και μπορεί τότε να μην ήξερα τι στο καλό
θέλει να πει αυτό το ακαταλαβίστικο «δεδικαίωται», μεγαλώνοντας όμως
έμαθα και την ετυμολογία της αλλά και το νόημα της φράσης. Αυτό που δεν ξέρω πια, είναι πόσο συμφωνώ μαζί της.
Στο σπίτι μου δεν λέγαμε ποτέ κακό λόγο για νεκρό. Αν καμιά γειτόνισσα τολμούσε να αναφέρει πόσο παράξενη, πολυλογού ή κουτσομπόλα ήταν καμιά άλλη μακαρίτισσα γειτόνισσα, η γιαγιά μου έλεγε....
«τι τα θες και τα σκαλίζεις; Τώρα πια συγχωρέθηκε». Η μαμά του το είχε γρουσουζιά. Εγώ το είχα απορία: γιατί να μην πούμε ότι η θεία Πιπίτσα, δεν έβαζε γλώσσα μέσα της και ήταν ανυπόφορη; Αφού το λέγαμε μια χαρά από πίσω της όσο ζούσε...
Τα χρόνια περνούσαν και συχνά μου ερχόταν στο μυαλό αυτή η φράση και μαζί οι απορίες μου. Αφορμές πολλές: ο θάνατος του Ανδρέα, του Χριστόδουλου, του ληστή μιας τράπεζας, του Ντενκτάς. Την ξαναθυμήθηκα χθες, με το θάνατο του Θόδωρου Αγγελόπουλου καθώς και του μένος που προκάλεσε η «νεκρολογία» του Δημήτρη Δανίκα στα «Νέα».
Λίγες μέρες πριν όμως από αυτό, γύριζε και πάλι στο μυαλό μου. Αφορμή ο θάνατος του Γιάννη Κεφαλογγιάνη. Κι αυτός έφυγε από τη ζωή ξαφνικά, όπως και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, και είμαι σίγουρη πως το πλήγμα για την οικογένειά του και τους αγαπημένους του ήταν μεγάλο. Αν και σε πολύ μικρότερη έκταση, οι πολιτικές στήλες των εφημερίδων, έδωσαν για μια ακόμη φορά ρεσιτάλ κλισέ δημοσιογραφίας: «ευπατρίδης της πολιτικής», «σφράγισε με την παρουσία του τον κοινοβουλευτικό βίο της χώρας», «γενναίος», «ασυμβίβαστος» και άλλα τέτοια, θανάσιμα κοινότοπα.
Στον επικήδειό του η κόρη του, επίσης βουλευτής, είπε συγκινημένη: «Έζησε με οδηγό την αλήθεια και τη δικαιοσύνη ακόμη και απέναντι στην αδικία». Και φυσικά η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη.
Ελάχιστοι τόλμησαν να θυμηθούν, πόσο μάλλον να μιλήσουν για την δύο φορές καταδίκη του το 2008 επειδή είχε ζητήσει από δύο αστυνομικούς στην Κρήτη να «αθωώσουν» έμπορο ναρκωτικών, με αντάλλαγμα τον διορισμό της συζύγου τού ενός και ευνοϊκή μεταχείριση στο Σώμα και για τους δύο. Και για τους πέντε μόλις μήνες καταδίκης του. Κι όσοι το τόλμησαν, το έκαναν σαν να είχαν πάθει λεκτική αγκύλωση.
Ο θάνατος του Θόδωρου Αγγελόπουλου έδωσε αφορμή για να τρέξουν ακόμη μεγαλύτεροι χείμαρροι υποκρισίας. Η «νεκρολογία» του Δημήτρη Δανίκα στα «Νέα» τσάντισε ακόμη (ή μήπως πολύ περισσότερο) κι όσους δεν είχαν δει ούτε μια ταινία του. Η ένσταση που ακούστηκε από πολλά χείλη ή πληκτρολόγια ήταν: Μα δεν μπορούσε να περιμένει να γίνει πρώτα η κηδεία του και μετά να βγάλει τη χολή του;
Προσωπικά, αυτό που με «χάλασε» στην πρωτότυπη νεκρολογία του Δανίκα δεν ήταν ότι έγραψε για «την παροιμιώδη τσιγκουνιά του», «την αθεράπευτη αλαζονεία του» και «την εμμονή του στο ίδιο αισθητικό μοτίβο». Με χάλασε που δεν βρήκε και κάτι θετικό να πει. Αυτή κι αν είναι παροιμιώδης συναισθηματική τσιγκουνιά.
Παρένθεση. με έναν φίλο μου κάνουμε πλάκα ότι ο Δανίκας είναι τόσο εγωπαθής που θα κάτσει να γράψει μόνος του τη νεκρολογία του προκειμένου να είναι βέβαιος ότι θα του αρέσει. Κλείνει η παρένθεση.
Δεν έχω απάντηση στις πόσες μέρες μετά το θάνατό του, νομιμοποιείται κανείς να αρχίσει να «θάβει» έναν νεκρό. Ούτε βέβαια κι αν όντως ο νεκρός στο τέλος δικαιώνεται. Ξέρω μόνο ότι θεωρώ εξίσου υποκριτικές τόσο τις αγιογραφίες, όσο και τους λιβέλους. Γιατί οι άνθρωποι είμαστε και καλοί και κακοί, και καταπληκτικοί και καθάρματα. Ταυτόχρονα. Ανάλογα με το κέφι μας και αυτόν που έχουμε απέναντί μας. Γι' αυτό και μετά το θάνατό τους, πρέπει να βλέπουμε τους ανθρώπους στις αληθινές τους διαστάσεις. Ούτε πιο μεγάλους, ούτε πιο λίγους απ' ό,τι είναι. Αλλά σαν ανθρώπους που πέρασαν, έκαναν ό,τι θεώρησαν καλύτερο κι έφυγαν. Και, όπως έχει γράψει ο Στίβεν Κινγκ, στο τέλος αυτό που θα μείνει απ' όλους μας δεν είναι παρά ένας «σάκος με κόκαλα». Ή αν πάρουμε την εκδοχή των Αιγυπτίων, μια ψυχή που, βγαίνοντας από το σώμα, θα ζυγιστεί για να αποφασιστεί πού θα καταλήξει τελικά.
Είτε ψυχή όμως είναι αυτό που μένει είτε σάκος με κόκαλα, πόσο μπορεί να κλέψει κανείς στο ζύγι του;
Στο σπίτι μου δεν λέγαμε ποτέ κακό λόγο για νεκρό. Αν καμιά γειτόνισσα τολμούσε να αναφέρει πόσο παράξενη, πολυλογού ή κουτσομπόλα ήταν καμιά άλλη μακαρίτισσα γειτόνισσα, η γιαγιά μου έλεγε....
«τι τα θες και τα σκαλίζεις; Τώρα πια συγχωρέθηκε». Η μαμά του το είχε γρουσουζιά. Εγώ το είχα απορία: γιατί να μην πούμε ότι η θεία Πιπίτσα, δεν έβαζε γλώσσα μέσα της και ήταν ανυπόφορη; Αφού το λέγαμε μια χαρά από πίσω της όσο ζούσε...
Τα χρόνια περνούσαν και συχνά μου ερχόταν στο μυαλό αυτή η φράση και μαζί οι απορίες μου. Αφορμές πολλές: ο θάνατος του Ανδρέα, του Χριστόδουλου, του ληστή μιας τράπεζας, του Ντενκτάς. Την ξαναθυμήθηκα χθες, με το θάνατο του Θόδωρου Αγγελόπουλου καθώς και του μένος που προκάλεσε η «νεκρολογία» του Δημήτρη Δανίκα στα «Νέα».
Λίγες μέρες πριν όμως από αυτό, γύριζε και πάλι στο μυαλό μου. Αφορμή ο θάνατος του Γιάννη Κεφαλογγιάνη. Κι αυτός έφυγε από τη ζωή ξαφνικά, όπως και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, και είμαι σίγουρη πως το πλήγμα για την οικογένειά του και τους αγαπημένους του ήταν μεγάλο. Αν και σε πολύ μικρότερη έκταση, οι πολιτικές στήλες των εφημερίδων, έδωσαν για μια ακόμη φορά ρεσιτάλ κλισέ δημοσιογραφίας: «ευπατρίδης της πολιτικής», «σφράγισε με την παρουσία του τον κοινοβουλευτικό βίο της χώρας», «γενναίος», «ασυμβίβαστος» και άλλα τέτοια, θανάσιμα κοινότοπα.
Στον επικήδειό του η κόρη του, επίσης βουλευτής, είπε συγκινημένη: «Έζησε με οδηγό την αλήθεια και τη δικαιοσύνη ακόμη και απέναντι στην αδικία». Και φυσικά η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη.
Ελάχιστοι τόλμησαν να θυμηθούν, πόσο μάλλον να μιλήσουν για την δύο φορές καταδίκη του το 2008 επειδή είχε ζητήσει από δύο αστυνομικούς στην Κρήτη να «αθωώσουν» έμπορο ναρκωτικών, με αντάλλαγμα τον διορισμό της συζύγου τού ενός και ευνοϊκή μεταχείριση στο Σώμα και για τους δύο. Και για τους πέντε μόλις μήνες καταδίκης του. Κι όσοι το τόλμησαν, το έκαναν σαν να είχαν πάθει λεκτική αγκύλωση.
Ο θάνατος του Θόδωρου Αγγελόπουλου έδωσε αφορμή για να τρέξουν ακόμη μεγαλύτεροι χείμαρροι υποκρισίας. Η «νεκρολογία» του Δημήτρη Δανίκα στα «Νέα» τσάντισε ακόμη (ή μήπως πολύ περισσότερο) κι όσους δεν είχαν δει ούτε μια ταινία του. Η ένσταση που ακούστηκε από πολλά χείλη ή πληκτρολόγια ήταν: Μα δεν μπορούσε να περιμένει να γίνει πρώτα η κηδεία του και μετά να βγάλει τη χολή του;
Προσωπικά, αυτό που με «χάλασε» στην πρωτότυπη νεκρολογία του Δανίκα δεν ήταν ότι έγραψε για «την παροιμιώδη τσιγκουνιά του», «την αθεράπευτη αλαζονεία του» και «την εμμονή του στο ίδιο αισθητικό μοτίβο». Με χάλασε που δεν βρήκε και κάτι θετικό να πει. Αυτή κι αν είναι παροιμιώδης συναισθηματική τσιγκουνιά.
Παρένθεση. με έναν φίλο μου κάνουμε πλάκα ότι ο Δανίκας είναι τόσο εγωπαθής που θα κάτσει να γράψει μόνος του τη νεκρολογία του προκειμένου να είναι βέβαιος ότι θα του αρέσει. Κλείνει η παρένθεση.
Δεν έχω απάντηση στις πόσες μέρες μετά το θάνατό του, νομιμοποιείται κανείς να αρχίσει να «θάβει» έναν νεκρό. Ούτε βέβαια κι αν όντως ο νεκρός στο τέλος δικαιώνεται. Ξέρω μόνο ότι θεωρώ εξίσου υποκριτικές τόσο τις αγιογραφίες, όσο και τους λιβέλους. Γιατί οι άνθρωποι είμαστε και καλοί και κακοί, και καταπληκτικοί και καθάρματα. Ταυτόχρονα. Ανάλογα με το κέφι μας και αυτόν που έχουμε απέναντί μας. Γι' αυτό και μετά το θάνατό τους, πρέπει να βλέπουμε τους ανθρώπους στις αληθινές τους διαστάσεις. Ούτε πιο μεγάλους, ούτε πιο λίγους απ' ό,τι είναι. Αλλά σαν ανθρώπους που πέρασαν, έκαναν ό,τι θεώρησαν καλύτερο κι έφυγαν. Και, όπως έχει γράψει ο Στίβεν Κινγκ, στο τέλος αυτό που θα μείνει απ' όλους μας δεν είναι παρά ένας «σάκος με κόκαλα». Ή αν πάρουμε την εκδοχή των Αιγυπτίων, μια ψυχή που, βγαίνοντας από το σώμα, θα ζυγιστεί για να αποφασιστεί πού θα καταλήξει τελικά.
Είτε ψυχή όμως είναι αυτό που μένει είτε σάκος με κόκαλα, πόσο μπορεί να κλέψει κανείς στο ζύγι του;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου